Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Λαρνακα, Cyprus
Είμαι ένα φαλκόνι της Ελεονώρας πάνω από τη γυναίκα Μεσόγειο...

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

ΓΗ ΧΑΝΑΑΝ

Η ΦΙΛΗ ΜΑΣ Kalynama, ταξιδιάρα ούσα, μου ζήτησε πολύ ευγενικά να αναρτήσω κάτι ταξιδιάρικο. Της το αφιερώνω.




Ο πίνακας είναι ελαιογραφία της Artemisia Gentileschi , χρονολογείται στα 1612-1613 και εκτίθεται στο Museo di Capolodimonte, Νάπολη. Αποτυπώνει τη στιγμή που η Ιουδίθ γλιστρώντας με δόλο στη σκηνή του Ολοφέρνη που πολιορκούσε την Ιερουσαλήμ, τον αποκεφαλίζει και σώζει τον Ισραήλ από την καταστροφή.

ΓΗ ΧΑΝΑΑΝ
Περνώ από τη σκηνή
στη γη που ρέει μέλι και γάλα.
Απαντώ
το κεφάλι του Ολοφέρνη
ψάχνει το σώμα του
πίνω καφέ της Ανατολής με τον
Τιγλάθ-Πιλεσσέρ
έξω απ’ τα τείχη της πόλης του Γιαχβέ.

φωνάξτε τον Βάαλ και τις Ασταρώθ
να τους θυμίσω που μ’ είδαν.

Πάνω στο πύργο της Βαβέλ
πάω για όργια ομαδικά
θεμελιώνω την υπαρξη μου
βαμμένη κόκκινο
ζεστό υγρό·
στάζουν οι άκρες των χειλέων μου αφρούς.

Φωνάξτε τον Αβδιού και το Νάθαν
να τους θυμίσω που μ’ είδαν.

Μέσα στα ανάκτορα φιλώ τον Αβεσσαλώμ
και τις παλλακίδες του
εσθίω σηκώτι ψαριού
με το Ραφαήλ και τον Τωβία
ο Ασμοδαίος με περιμένει να τελειώσω
το γεύμα μου
για ν΄αρχίσει το δικό του.

Φωνάξτε τη Ρουθ και τη Ραχήλ
να τους θυμίσω που μ’ είδαν.

Καλέστε τον Εζεκία και τον Σαλμανάσσαρ
να παλέψουν στα πόδια μου
φέρτε μου την όμορφη Εσθήρ
να με αποπλανήσει
εκατό άσματα ασμάτων
ψάλλετε μου οι παλλακίδες
του Σολομώντα
έξω απ’ το ναό.

Φωνάξτε με να γυρίσω
να μου θυμίσω αν με είδα.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Μετά την ανάρτηση του ΡΑΔΙΟΜΑΡΚΟΝΙ θυμήθηκα τις καρδιές που βλέπω κάθε μέρα να με προσπερνούν. Έστι αναρτώ αφιερωμένο στο φίλο Μαρκονιστή την ''Κραυγή της Σιωπής''.



Ο πίνακας είναι του αγαπημένου μου oνειροεφιαλτικού ζωγράφου Ricardas Filistovicious και ονομάζεται, ''Sleep of Lethargy 1. Container''

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ''Ψιχάδι''

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Η σιωπή
έχει τόσα να πει
κρύβει τόση αμετροέπεια
μέσα στην ψυχή.
Η σιωπή λαλεί
δε γελά
δε μιλά
μα κράζει
ρεκάζει
κραυγάζει.
Αυτή την κραυγή της σιωπής ακούω
κάθε μέρα στο δρόμο
δίπλα μου
μέσα στο μαλακό
πυρήνα
των πέτρινων καρδιών
που με προσπερνούν
με φαιδροφάνεια.

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

ΧΙΛΙΑ ΕΤΗ ΣΑΝ Η ΜΕΡΑ Η ΕΧΘΕΣ


ΧΙΛΙΑ ΕΤΗ ΣΑΝ Η ΜΕΡΑ Η ΕΧΘΕΣ

"Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου ως η ημέρα η εχθές" Ψαλμ. πθ’,4


Οι κρύες ώρες
που ξοδέψαμε άδικα
στα ζεστά μας δυτικά σπίτια
περιζωμένοι λογής κομβία
για έτη πολλά
εκβάλλουν στην
καυτή λάβα
και φαίνονται σαν η μέρα η εχθές.

Οι καυτές ημέρες
της λάβας
-μια μέρα χίλια έτη-
δεν εκβάλλουν πουθενά
στάσιμες, λιμνάζουσες
έτη αμέτρητα
μια μέρα χίλια έτη
για έτη πολλά.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ

Μετά από πρόσκληση της Φαραώνας αντιστέκομαι με τη σειρά μου.


ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ


Την ώρα που αυτοί εξυφαίνουν
και επισυμβαίνει η εξέλκωσις
γυρεύω ίαμα
σε μια απέλπιδη προσπάθεια
ν’ αποδράσω απ’ τον αργαλειό τους.

Την ώρα που αυτοί παγκοσμιοποιούν
εντέχνως σερβίροντάς μου την υποκουλτούρα τους
αφαιμάσσοντάς με,
κάθιδρος ενδυναμούμαι
θεμελιωμένος στην Παράδοση.

Την ώρα που αυτοί επιβάλλουν την ειρήνη
σπεύδω ταχέως
και εκλιπαρώ πόλεμο.

Την που αυτοί ελευθερώνουν
-νοσφιστές της σκλαβιάς μου-
παρακαλώ γονιπετώς
για υποδούλωση ξανά.

Την ώρα που προσπορίζουν αγαθά
φαλαγγηδόν οι μεραρχίες των σωτήρων
αρκούμαι στο αμετάλλαχτο
αγιορίτικο παξιμάδι
και τον ελληνικό ανόθευτο οίνο.

Την ώρα που μεταπιπράσκουν
εγώ δεν αγοράζω.
Την ώρα που βίαια με ωθούν
αντιστεκόμενος οπισθοχωρώ.

Την ώρα που θέλουν
να ζω πεθαίνοντας
εγώ πεθαίνω ζώντας.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Ποίηση γραμμένη για ποιητές...

ΑΡΧΙΖΩ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ. Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ...

ΣΤΗΝ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ (Μ. Σαχτούρης)

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σὲ κρότους,
μέσα σὲ κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου.

Τὴν μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα,
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο,
μέσα στὸ φόβο πέρασε ἡ ζωή μου.

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα,
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυροὺς σὲ μνήματα καρφώνω.


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΚΑΤΙ ΠΑΛΙΟΤΕΡΟ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΟΤΕΡΟ


ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ (Αλ. Πούσκιν)

Μην εκτιμάς του κόσμου την αγάπη, ποιητή!
Εκστατικών εγκωμίων ο θόρυβος αμέσως θα περάσει.
Θ’ ακούς την κρίση του ανόητου, το γέλασμα του πλήθους απαθές,
Όμως εσύ να μείνεις ήρεμος, και ο Θεός θα σε φυλάξει.
Να ζεις μοναχικός σαν βασιλιάς. Βάστα το δρόμο τον ελεύθερο,

Εκεί που σε τραβά το δημιουργικό σου πνεύμα.
Και τελειοποιώντας τους καρπούς των σκέψεων ενδόμυχων,
Να μη ζητάς ανταμοιβή για το πολύτιμό σου έργο.

Ο ίδιος είσαι ο ανώτατος κριτής και της αλήθειας ο επιτετραμμένος.
Μπορείς να εκτιμάς πιό δίκαια απ’ όλους το δικό σου έργο.
Εις ’ευχαριστημένος άραγε, φίλε μου καλλιτέχνη αυστηρέ;

Είσαι! Τότε ας βρίζει το έργο σου ο όχλος μανιασμένος,
Ας ιεροσυλεί πάνω στον ιερόν σου , ας νοθεύει
Και με παιδιάστικη του ζωηράδα το θρόνο σου ας ταλαντεύει.


...ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΟΠΟΛΑΛΙΑ


ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΝ (Κ. Μόντης)

Μεμ μου λαλείς εξιζουμίστηκες άς γράψουν τζ' άλλοι
τζ' ο ποιητής εν όπως τ' όξυνον
π' ώσπου το σφίγγεις βκάλλει



... και φυσικά Βρεττάκος

Αν δεν μού 'δινες ποίηση Κύριε


Ἂν δὲ μούδινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θάχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θάταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σου φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ' ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι' ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ' ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι' ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ' ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.



... κι ακόμη ένας ύμνος...

Γιώργος Σαραντάρης
Δεν είμαστε ποιητές


Δὲν εἴμαστε ποιητὲς σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβούμαστε
Καὶ ἡ ζωή μᾶς ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνὰς


ΤΕΛΙΚΑ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ;


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΙΗΤΕΣ (Κ. Ωσηέ)

Δεν είμαι ποιητής.

Σας το ψέλλισα ένα πρωινό
σε μια καταιγίδα της ερήμου.

Δεν είμαι ποιητής.

Σας το είπα από τον Ευφράτη
ως τον Λιτάνι
με Σοκ και Δέος.

Δεν είμαι ποιητής.

Σας το εφώναξα
ανάμεσα σε φλόγες
μέρες του Πάσχα
ώρες του Ραμαζανιού
στιγμές γιορτινές.

Δεν είμαι ποιητής.

Το διαλαλούν οι διασκορπισμένες
πέτρες της Ουρ
η γη της Χαναάν
η εμπλουτισμένη άμμος.

Δεν είμαι ποιητής.

Το έκραξα στα Βαλκάνια
το εθρηνολόγησα στο Μογκαντίσου
ανάμεσα σε γοτθικά φίδια
το έψαλλα σε συλημένες εκκλησιές.

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

Δεν είμαι ποιητής.
Δεν υπάρχουν ποιητές.













Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

MEMORIES

ΠΡΩΤ' ΑΠ' ΟΛΑ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΙΓΟΗΜΕΡΗ ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ.






ΣΤΟ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ: ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΟΥ LOCKHEART ΝΑ ΑΝΑΡΤΗΣΩ BEST AND WORST MEMORIES ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΠΟΛΥ...






ΟΜΩΣ ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΘΕ ΧΑΡΑ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΛΥΠΗ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΛΥΠΗ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΑΛΛΑΖΩ ΛΙΓΟ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ (ΣΧΩΡΝΑ ΜΕ LOCKHEART) ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΖΩ MEMORIES...











Έτος 1996:


Παρακολουθώ ένα ντοκυμαντέρ για τον π. Παϊσιο τον αγιορίτη. Εκπλήσσομαι τόσο πολύ που θέλω να τον μιμηθώ. Μέσα στο ίδιο έτος, θα αποκηρύξω τα παλιά αθεϊστικά πιστεύω μου και θα ασπαστώ την ορθοδοξία με ενθουσιασμό. Πτυχίο θεολογίας, βυζαντινή μουσική, κοσμοκαλογερική ζωή.



Ετος 20οο:


10 Ιουλίου: 6η επέτειος γάμου, αναχωρώ για Ελλάδα με το καράβι στις 08:00. Θα περάσω ωραία στο ταξίδι... μόνο που έρχεται λίγο βαρετό. Το ταξίδι, αναπάντεχα, διαρκεί τρεις μήνες...

29 Σεπτεμβρίου: Γεννιέται η δεύτερή μου κόρη. Δύσκολη γέννα. Είμαι στο μαιευτήριο και ασπρίζω από φόβο. Κάνω τάμα στον Άη Γιώργη. Όλα κυλούν καλά. Περπατώ 35 χιλιόμετρα για το τάμα μου.

15 Οκτωβρίου: Παίρνω μετάθεση σε υπηρεσία ξηράς. Μπλέκω με το πιο στριφνό αφεντικό που μπορούσα να φανταστώ.


Έτος 2006:
αφού η προηγούμενη 6ετία περνά με τις σύνηθης απότομες εκρήξεις μου, το ο6 φαντάζει σαν την φοβερή Έτνα που κοχλάζει. Γράφω το ποίημα που έχω αναρτήσει φέτος στο μπλογκ μου ανήμερα πρωτοχρονιάς.
http://k-osie.blogspot.com/2007/12/2006.html
Αρχίζω ξανά να αμφισβητώ πολλά, αρχίζω να βλέπω πίσω μου, τη ζωή που άφησα πίσω... Μα κρατιέμαι. Δεν τολμώ να κάνω ερωτήσεις στον εαυτό μου. Κρατιέμαι. Ακόμα θέλω να φύγω. Χρόνια τώρα, από μωρό παιδί. Θέλω να φύγω. από που; προς τα που; Δεν ξέρω. Έχω μια φράση τυπωμένη στο νου από τα 15 μου. ''ΤΑΚΕ ΜΕ ΗΟΜΕ''. ΄Έχω ακόμα μια τυπωμένη στον ώμο από τα 15 μου. ''TO LIVE IS TO DIE''.


Πέρσι: Η Έτνα πετάει φωτιά και στάχτη. Ξερνά λάβα. Είναι οι προεκρήξεις μιας καταστροφής; Μακάρι όχι.

Γενάρης: Εκούσια επιλέγω να είμαι βάρδια πρωτοχρονιά. Δε θέλω να δω κανένα.

Φεβράρης: Η Έτνα δονείται επικίνδυνα

Άνοιξη: Αρχίζω να καταρρέω. Πρέπει να φύγω. ΝΑ ΦΥΓΩ. ΝΑ ΦΥΓΩ. ΝΑ ΦΥΓΩ.

Ιούνης:
Αποφασίζω να μεταναστεύσω στη χώρα που λατρεύω. Αυστρία. Περνώ σχεδόν όλο το καλοκαίρι στις αυστριακές άλπεις ψάχνοντας να αγοράσω ένα μικρό πανδοχείο. Βγάζω στο σφυρί τα σπίτι και το εξοχικό μου στην Κύπρο.

Φθινόπωρο: Επιστρέφω στην Κύπρο, με τις βαλίτσες γεμάτες ιδέες και αποφάσεις. Έχουμε καταλήξει στο τι θα αγοράσουμε. Είναι ένα μικρό πανδοχείο στο ramsau

Σεπτέμβριος 1-8: Δηλώνω σε όλους την τελεσίδική μου απόφαση. Οι συγγενείς με συμβουλεύουν να μην το κάνω. Είναι μεγάλο ποσό. 1,000,000 Ε, δεν είναι λίγα. Αν πουλήσω ότι έχω, θα κρατώ 350,οοο. Τα υπόλοιπα δάνειο. Αυτή τη βδομάδα πετώ. Το όνειρό μου, όνειρο ζωής, παίρνει σάρκα.

Σεπτέμβριος 9: . ''Και σε πονάει με τη νοτιά; Όχι απ' αλλού πονάει''

Σεπτέμβριος 10-Σήμερα: Η Έτνα ταράζει τα θεμέλια των σπιτιών. Σείεται και δονείται κάνοντας τον κόσμο γύρω της να τινάζεται. Βλέπω κάθε μέρα τον καθρέφτη., Μέσα δεν βρίσκεται το είδωλό μου, αλλά ένας χαμένος κόσμος. Τολμώ να ρωτήσω τον εαυτό μου επικίνδυνες ερωτήσεις. Οι απαντήσεις πληγώνουν.





ΠΡΟΣΚΡΟΥΣΙΣ

Αδράνεια στους πνεύμονες·
σταματώ το βάδισμα.

Σήμερα προσκρούω σε μια αναπνοή
έγραψα με αρχαία νεκρή γραφή
σε τελλ της γης Χαναάν
προσκρούω σε μια κραυγή

Δυο ιππότες σταματούν τη μουσική μου
κολυμπώ στην αγάπη ενός σινιάλου
η πατρίδα μου μια αγκαλιά
το σπίτι μου φρέαρ προφήτου βοώντος
ο θρόνος μου σφάζεται από το νέο Νάθαν
προσκρούω σε μια αγκαλιά.

Συλημένες ψυχές στο διάβα μου
σήμερα προσκρούω σ’ αιμάτινα όργανα
πάνω στο κύμα μπάλες από σάπιο αίμα
χειροπέδες από μετάξι κινεζικό
σήμερα προσκρούω στο παραμύθι της Χαλιμάς.

Να μια αναπνοή!
Ρούφηξέ την
να σβήσει.

Σ’ αυτά όλα δεν μπορώ νά’ μαι μάρτυρας πια.

Σήμερα προσκρούω
πάνω σε μια κραυγή
αρχέγονη

Πάρτε με σπίτι.






ΔΙΝΩ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΟΥΝ....







Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΝΑ ΚΑΡΦΩΝΩ ΣΤΑΥΡΟΥΣ

Ξημέρωσε Σάββατο. Σε λίγο φεύγω για βάρδια. Θα την περάσω στο ''θεωρείον της ανατολής'' όπως το είδατε στο προηγούμενο ποστ. Εξοπλισμός, το λαπ-τοπ, με όλα τα μουσικά και γραπτά αρχεία μου, ένα βιβλίο για πρόγευμα, ένα μουκάλι pernod. Παρέα μου, η πορεία του ήλιου, το φεγγάρι, η θάλασσα, οι γλάροι, οι κορμοράνοι. Επιθυμία μου, να μ' επισκεφθούν δυο θηλυκά απόψε. Δε με φτάνει μία. Θέλω και τις δύο μαζί. Είναι αδερφές. Κουκλάρες. Μυστήριες. Φευγάτες. Δεν τις έχω δει ακόμα εφέτος. Τις καλώ με κραυγή φαλκονιού. ''Έμπνευση και Μούσα ελάτε, είμαι μόνος''.



Αφήνω για το Σ/Κ ένα ποίημά μου αφιερωμένο στο Μίλτο Σαχτούρη. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο πολιτιστικό περιοδικό ''ψιχάδι''.
Ο εξαιρετικός πίνακας είναι του RIČARDAS FILISTOVIČIUS και ονομάζεται: "Sleep of Lethargy II. Ship"











ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΝΑ ΚΑΡΦΩΝΩ ΣΤΑΥΡΟΥΣ

Στο Μίλτο Σαχτούρη


Σου δείχνω με το δάκτυλο ένα πουλί.
Ένα κήτος που ξέβρασε η πράσινη θάλασσα
ένα κορμοράνο με κολλημένα φτερά.
Περνάει –φελλός στο χείμαρρο-
κίβδηλη η ζωή
μέσα απ’ τα σκέλια μου
σκύβοντας να την αρπάξω
κουτουλώ στο φάσμα του εαυτού μου.
Αγοράζω θάνατο
πουλώντας ζωή
μόνη προσφορά μου
το τομάρι μου λίπασμα.
Μα ώσπου μένω
κάποιος ας με βοηθήσει
απ’ όσους μείνανε
να καρφώνω σταυρούς
-εις μνήμην αιωνίαν ποιών;
Γυρίζω πίσω μου
η σκιά μου με προσπερνά με απάθεια
είμαι ριγμένος στη λάσπη
μουσική υπόκρουση
ο κρότος από τις πρόκες που ρίχνουνε κάθε μέρα
στο μεγάλο χιονισμένο φέρετρο.
Σε ερείπια βομβαρδισμένης με νομίσματα εκκλησιάς
δένομαι με κάβο στο καμπαναριό
ο γδούπος της σκουριασμένης καμπάνας
σημαίνει τη μόνη ελπίδα.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Ο ΠΡΩΙΝΟΣ ΜΟΥ ΚΑΦΕΣ

Επειδή λέω πολλά για τον πρωινό μου καφέ κι επειδή πολλοί μου ζητήσατε φωτό, ανεβάζω σχετικό ποστ.



Το θεωρείον της Ανατολής...


Εκεί σπάροι και πέρκες ανεμόδαρτα ρήματα ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε σφουγγάρια, μέδουσες με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη... Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη... (Ο. Ελύτης)
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας ο πετροπαιχνιδιάτορας από την άκρη των ακρώ κατηφοράει στο Ταίναρο.Φωτιά 'ναι το πηγούνι του χρυσάφι το πιρούνι του. (Ο.Ελύτης)
Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά! (Ι. Πολέμης)

Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά μέσ' απ' αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά. κι' ανάμεσα στα χρώματ' από χίλια ουράνια τόξα,προβαίνει πάλ' ο ήλιος εις όλη του τη δόξα και σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό, ως στο χρυσό βασίλεμα λάμπει στον ουρανό. (Λ. Μαβίλης)
Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη. Βλέπω καπνίζοντας τα πιο παράδοξα όνειρά μου. Σκέφτομαι: «Θα ‘ναι μαγική». Μα πάλι λέω: μη φταίει ο εγγλέζικος βαρύς καπνός και η νευρασθένειά μου; (Νίκος Καββαδίας)


Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΜΠΛΟΓΚ ΜΟΥ

Επειδή πολλοί φίλοι με ρωτάτε διάφορα περί του ονόματος του μπλογκ, σκέφτηκα να αναρτήσω την πηγή του ονόματος. Είναι ένα από τα λίγα πεζά του Κ. Καρυωτάκη , που έχει σφραγίσει την ύπαρξή μου από την εφηβεία. Έκτοτε, έχω διαβάσει χιλιάδες χιλιάδων πεζά, λογοτεχνικά αριστοτεχνήματα, βραβευμένα, διάσημα, πολυδιαβασμένα κλπ κλπ. ΚΑΝΕΝΑ δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να με αγγίξει όπως τον ονειροπόλο του Καρυωτάκη. Το διαβάζω ακόμα κάθε δυο τρεις μήνες και ΠΑΝΤΑ μου σηκώνει την τρίχα και τρέχω αλαφιασμένος, προσπαθώντας να ξεγυμνώσω την ψυχή μου από το σώμα. Δεν ξέρω, ίσως γιατί είμαι (και) εγώ (ο) ονειροπόλος ...
ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ






ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ (Κ. Καρυωτάκη)
Ι
Δεν ήξερε αν ήταν μικρόβιο ή αόρατος κακοποιός, ή ακόμη τίποτε άλλο. Επίστευε όμως ότι ο Χρόνος υπήρχε στο διάστημα. Είχε αρκετές αποδείξεις.
Κάποτε, σ' ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιας επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός. Εβγήκε έξω, θέλοντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού. Μια μακαριότης επλανάτο πάνω σ' όλα.
Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα, που ανέβαινε για να απλώσει τους αετούς, ή για να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.
Τίποτε δεν άλλαξε. Οι καρέκλες του ζαχαροπλαστείου σε τρεις σειρές, όπως και τότε. Ακόμα και η πλάκα που πατούσε ήταν ίδια. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους. Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά, κ' έτσι οι άνθρωποι που κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν απόντες, γύρω στα μαρμάρινα τραπέζια, και τα κορίτσια, πιο πέρα, με τις φωτεινές γραμμές της σιλουέτας τους, υψωμένες παράλληλα προς το νερό του αναβρυτηρίου, και οι δυο γέροι, σ' ένα μπαλκόνι, με τις θαμπές, αμφίβολες γραμμές, των χαρακτηριστικών τους, και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με τη μπαγκέτα του το Χρόνο, δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσα τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από τη φτωχή τους ύπαρξη.
Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Για να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγγό σφύριγμα. Το καράβι έφευγε.



ΙΙ
Ύστερα θυμόταν έναν χορό μεταμφιεσμένων. Υποχρεωτικό ένδυμα ορισμένης εποχής. Κυρίες, με μεταξωτά ροζ ή ουρανιά κρινολίνα, με πουδραρισμένα μαλλιά, με πράσινες και χρυσές περούκες, έπεφταν ημίγυμνες, γεμάτες εμπιστοσύνη, στα χέρια των δουκών - χρηματομεσιτών και μαρκησίων - καπνεμπόρων. Εσφίγγονταν τόσο, που τα μέτωπά τους ακουμπούσαν κάποτε στα χείλη των καβαλιέρων και η στεφάνη του κρινολίνου ανασηκωνόταν.
Παραμερίζοντας όλοι, εσχημάτιζαν ένα κύκλο στο κέντρο της αιθούσης, και τέσσερα ζεύγη, τα πιο εξαϋλωμένα, άρχισαν να χορεύουν μενουέτο. Η παραίσθησης ήταν πλήρης. Το κομμάτι θα περιείχε βέβαια δυο τρεις μαγικές νότες, που επαναλαμβάνονταν σε κάθε φράση, και οι νότες αυτές δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα της περασμένης εποχής, συνεχή, κρυστάλλινη. Τα μικρά, γρήγορα βήματα, οι κομψές υποκλίσεις, τα νοσταλγικά βλέμματα, τα γεμάτα συγκρατημένο ερωτισμό χαμόγελα, περίεργες εστάμπες που είχαν διατηρηθεί άθικτες στην προθήκη ενός μουσείου.
Έπειτα έγινε το πιο απροσδόκητο. Οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό τους. Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει προς το παρελθόν, για να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρουν την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς πως είχαν γελαστεί. Ανεπανόρθωτα γελαστεί. Εκατό ολόκληρα χρόνια επροχώρησαν, χωρίς βέβαια να το υποπτευθούνε. Παρακολουθούσε τώρα τις κινήσεις τους. Οι τέσσερις γυναίκες σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, επήγαιναν προς τους αντρικούς, κ' έπειτα επέστρεφαν με μελαγχολική χάρη, σα ν' αναγνώριζαν το λάθος τους. Οι καβαλιέροι σταματούσαν, και το κρανίο τους εβάραινε τη γη, ενώ ψηλά, με ηλεκτρικά γράμματα που άναβαν κι έσβηναν, ήταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027.



ΙΙΙ
Άλλοτε συνέβαινε κάτι περίεργο. Ακούγοντας μια φράση ή παρακολουθώντας ένα ασήμαντο γεγονός, είχε την εντύπωση ότι το πράγμα αυτό έγινε ή ελέχθηκε προηγουμένως, άγνωστο σε ποιο μέρος και πότε ακριβώς, και ότι τώρα επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο. Του φαινόταν πολύ παράξενο. Μπορεί την πρώτη φορά να ήταν όνειρο. Ολοφάνερο όμως ότι τώρα ή τότε κάποιος ήθελε να παίξει μαζί του.
Συνήθως αυτό γινόταν με την ομιλία πάνω στα κοινότερα θέματα. Ζητούσε λ.χ. να πληροφορηθεί για ένα δρόμο που δεν ήξερε. Ο άνθρωπος τον οποίον είχε ρωτήσει τον κοίταζε για μια στιγμή χωρίς ν' απαντήσει, κ' έπειτα έβγαζε το καπέλο του κ' εσκούπιζε το μέτωπό του. Τον ρωτούσε πάλι, αλλά συγχρόνως σαν αστραπή περνούσε από το νου του η σκέψης ότι αυτή η μικρή ιστορία είχε ξαναγίνει. Η πληροφορία που ζήτησε, η σιωπή του άλλου, η δεύτερη ερώτησή του, όλα, όλα απαράλλαχτα. Έπειτα, συνεχίζοντας τη σκέψη του, έλεγε μέσα του: «Να ιδείς που τώρα θ' ακούσω: "Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε"». «Δεν ξέρω, αλλά μετά τις γραμμές που θα συναντήσετε», απαντούσε ο άγνωστος σαν ηχώ της σκέψεώς του, κ' έφευγε βιαστικά, σκυμμένος, πνίγοντας ένα γέλιο.



IV
Εμελέτησε. Επούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος ολημέρα σ' ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας από τα πιο απλά και τολμώντας τα αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι από το λάθος αυτό να βγάλει το νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επανελάμβανε το πείραμα που απέτυχε.
Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογιζόταν μόνο πώς να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε το Χρόνο μέσα σ' ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια τού απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποια ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους.



V
Τώρα η ιστορία αυτή έχει τελειώσει. Στο απομονωτήριο του ασύλου που βρίσκεται, η νύχτα και η μέρα τού είναι το ίδιο αδιάφορες. Αν μπαίνει από το φεγγίτη λίγο φως, το κοιτάζει για μια στιγμή κ' έπειτα το επιστρέφει με όλη του την καρδιά. Βλέπει το φωτεινό εκείνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σε σχήμα βιβλίου, ν' αλλάζει χρώματα, σα να το φυλλομετρά το αόρατο χέρι του Θεού. Ροζ, μπλε, πράσινο, μωβ... Αυτός όμως προτιμά το βελούδινο μαύρο που προεκτείνεται στο δωμάτιο όταν νυχτώσει.
Έτσι περνούνε οι ώρες, έτσι περνούνε οι μέρες κάθε ευτυχισμένου ονειροπόλου. Μένει ολομόναχος, ακίνητος μέσα στους τέσσερες τοίχους, σαν παλιά λιθογραφία στην κορνίζα της. Έχει το συναίσθημα ότι επραγματοποίησε το μεγάλο σκοπό της ζωής του. Τίποτε δεν αλλάζει από όσα τον περιστοιχίζουν. Και ο Χρόνος δεν υπάρχει.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

ΠΑΡΤΕ ΜΕ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ


Πάρτε με ένα ταξίδι
φέρτε μου βάλσαμο και νάμα
βασιλικό ρίγανη και δυόσμο

Χώστε με σ’ ένα χάρτη ναυτικό
στον αβλέμονα νά’ ναι ριγμένο ένα άστρο
στεφάνι να κοσμεί
τη λευκή μου γοργόνα
καθισμένη στη σαιζ-λογκ
στο μέσο του κήπου
με τις μαύρες ορχιδέες.

Πάρτε με ένα ταξίδι
με τα φτερά του φαλκονιού
να κόψω ένα εντελβάϊς
στην κορυφή του Grossglockner
να καθήσω στην πλάτη των άλπεων
παρέα μ’ ένα rothirsch.

Πάρτε με ένα ταξίδι
με το χαλί του φακίρη
πάνω απ’ τους θόλους των παλατιών και των τζαμιών
πάνω απ’ τα μελαμψά μέτωπα των βεδουίνων
και τους μπρούτζινους χουρμάδες των οάσεων
την αντανάκλαση των σπαθιών
απ’ τους σαράντα κλέφτες.
‘’Άνοιξε σουσάμι’’

Πάρτε με ένα ταξίδι
ενσωματώστε με σε μια κλίμακα
ρε μινόρε
να φτιάξω συγχορδία
ρε-φα-λα
το ντο και μι σε μόνιμη δίαιση
να λιώνουν σαν παγόβουνα
οι πέτρινες καρδιές
που εγκλωβίζουν...


Πάρτε με ένα ταξίδι...
... Κι ας είναι άπαξ
... και διαπαντός!

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2008

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ






Είμαι ο Cjamal από την Costa Rica. Κοιμάμαι ήσυχα με τον αδερφό μου. Φαντάζομαι θα ξεκουράζεστε κι εσείς μετά από το ψεσινό ξεφάντωμα. Καλή χρονιά.









Είμαι η Natashenka από Ουκρανία. Εύχομαι να περάσατε καλά ψες. Εγώ είχα δύσκολο πελάτη. Καλή χρονιά.







Είμαι ο shyam από το Νεπάλ. Σας φιλώ. Μόλις τελειώσω τη μικρή δουλίτσα που έχω, θα διασκεδάσω μαζί σας. Φαντάζομαι κάτι θα έμεινε στο τραπέζι. Καλή χρονιά



Σας χαιρετούμε κι εμείς με τη σειρά μας απ' τη δουλειά. Κάποιοι πρέπει να δουλεύουν έτσι; Καλή χρονιά.





Καλημέρα. Είμαι η Ionela από τη γειτονική Ρουμανία. Συγωρέστε που δεν είχα καλό ξύπνημα. Σίγουρα και κάποιοι από σας θα ξύπνησαν με τις ανάποδές τους. Καλή χρονιά.




Καλή χρονιά κύριε...





Είμαστε ο Νeaz και ο Σabah από το Ιράκ. Ευτυχώς για μας έχουν φτάσει οι σωτήρες. Ο φίλος μας ο Ammar θα έγινε αλοιφή ψες, σαν πολλούς από εσάς. Δεν ξυπνάει με τίποτα. Καλή χρονιά.








Είμαι ο Aimable από τη Ρουάντα. Ο άγιος Βασίλης έφερε και σ' εμένα παιγνιδάκια. Πόσο μοιάζουν με τα παιγνιδάκια των παιδιών σας... Καλή χρονιά
Είμαστε ο Dawit, ο Solomon και ο Μulugeta από την Αιθιοπία.
Δε τα καταφέραμε να παρευρεθούμε στο πάρτυ ψες. Ελπίζουμε να κοιμηθείτε καλά για ν' αντέξετε τα σημερινά φαγοπότια. Καλή χρονιά.





Και κάτι για σένα ΩΣΗΕ. Από μας, όλα τα παιδιά του κόσμου, πολλές ευχές για καλή διασκέδαση ΚΑΙ σήμερα. Σε ευχαριστούμε προσωπικά που έκανες αυτό το αφιέρωμα πίνοντας το ζεστό καφεδάκι σου από καφέ που μαζέψαμε στην Αιθιοπία με τα χεράκια μας. Φάε ακόμα ένα μπισκοτάκι λευκής σοκολάτας. Μη ντρέπεσαι. Καλή χρονιά.