Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Λαρνακα, Cyprus
Είμαι ένα φαλκόνι της Ελεονώρας πάνω από τη γυναίκα Μεσόγειο...

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2006


Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να ‘ ναι ο πολυκάντηλος του Κόντογλου ουρανός
που γκρεμίζεται από αστεροσκόπους;
Να ‘ ναι που στη χαρά σου είσαι μίζερος
και χαρούμενος στη μιζέρια σου;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να ‘ ναι αυτή η βαλπούργεια νύχτα μια απαρχή;
Να ‘ ναι που παρεισφρέω στα άδυτα του κόσμου;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω χρόνε.
Σε καλωσορίζω φαιδρολογώντας
και κορυβαντιώ
σε υπερώο ευτράπελος κι ακάτεχος
μα μέσα μου καρτερώ την υστεραλγία
όταν θα φαρμακοποτούμε μαζί σου
και να σε διώξουμε θα βιαζόμαστε
για να’ ρθει ο νέος με τα δώρα με τραγούδια με χαρά.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να’ ναι αυτή η αχλή στη ψυχή αληθινή;
Μα πάλιν τι έμεινε αληθινό σ’ αυτόν όλο μέσα το σολιψισμό;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Μόνο στρέφω στον ουρανό το βαρύ μου αυχένα
και ρεκάζω:
‘’Κύριε ελέησον’’

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΠΕΡΑΣΑ ΑΠΟ ΔΩ


Δεν σου λέω ότι έκανα κάτι
την ώρα που επέρασα από δω
δεν τη θυμάμαι
δε θυμάμαι να επέρασα
θυμάμαι μόνο
κάτι κουρέλια που ανέμιζαν
κάτι κόκαλα που εξείχαν
κάτι κοιλιές που εκρέμοντο
κάτι νύχια που έσκιζαν
κάτι παλάμες που άρπαζαν
κάτι μασέλες που εροκάνιζαν
κάτι τσέπες που εξεχείλιζαν
κάτι άμφια που εγυάλιζαν
κάτι κοντάρια που εξεκοίλιαζαν
κάτι δοξάρια που έπαιζαν
κάτι πλήκτρα που εχάλασαν
κάτι κουφάρια που εβρώμησαν
κάτι φωνές που εβράχνιαζαν
κάτι όνειρα που εσκουλήκιασαν
όχι όχι
δε σου λέω ότι έκανα κάτι
την ώρα που επέρασα
-αν επέρασα-
από δω
δεν τη θυμάμαι την ώρα
δε θυμάμαι να επέρασα
δε θυμάμαι
δε θυμάμαι...


Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ;


Που είναι οι ήρωες;
Που είναι οι ήρωες;
Να, θα έρθουν τώρα δα πάνω σε σιδερένια άτια.
Γιατί όμως αργούν;
Εδώ μας τρέφουνε τη σάρκα
μας πίνουνε το αίμα
μας δένουνε με ασύρματα σχοινιά
μα που είναι οι ήρωες;
Μην έρχονται με τον αστεροειδή που μας πλησιάζει;
Θα κατεβούν με πανοπλίες και ρόπαλα
έτοιμοι από πριν για το μεγάλο Αρμαγεδδώνα
θα ρίξουν στη φωτιά τους αόρατους.
Που είναι οι ήρωες;
Που είναι οι ήρωες;
Μην είναι ήδη στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ
και μάχονται;
Θα προσποιηθούμε τους ακάτεχους μικρόν ακόμη
μικρόν ακόμη θα παίζουμε το παιγνίδι τους
θα φυλάξουμε όμως σα σύνθημα μια σταγόνα αίματος
στις σάρκες μας που τρέφουν συνεχώς να μας παχύνουν.
Αυτοί δεν τρώνε αίμα
μα πρέπει να έρθουν πριν στραγγίσουμε.
Που είναι οι ήρωες;
Που είναι οι ήρωες;

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

ΜΗΝ ΕΙΔΑΤΕ ΤΟΥΣ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΥΣ;


Είδες τους φοβισμένους που έτρεχαν;
Λωρίδες κόσμου σε πλήθη γης
έπλαθαν τον πόνο τους
ύφαιναν αργαλειούς
συρφετός κινούμενος σε ανερμάτιστη παρέλαση.
Εν δυο στον ήχο των τυμπάνων
οι φοβισμένοι
μην τους είδες;
Τι να κάνουμε για να γεμίσουμε
τα άδεια τοπία
που πίσω τους αφήνουν ρημαγμένα
οι φοβισμένοι;
Να τα γεμίσουμε πνοή
φυσάτε άφοβα οι ήρωες
να πληρωθούν τα πλήθη της γης
να φτιάξουμε νέες λωρίδες κόσμου
να καρτερούν ουρές οι κεραυνοί να τους χαδέψουν.
Μην είδατε τους φοβισμένους;

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

ΟΤΑΝ ΕΓΙΝΑ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ Η ΞΕΡΗ ΕΛΙΑ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΑΛΑΜΙΝΟΥ



Ντύθηκα ελιά.

Μου φώναζες:
‘’να ο άνεμος’’
Σου έλεγα:
‘’είναι ξερά τα κλωνιά μου άναψε φωτιά’’
Μου έλεγες:
‘’να ένα πριόνι’’
Σου έλεγα:
‘’να μια ηλιακτίδα που έρχεται απο τη χώρα
όπου οι γυναίκες έχουν λευκά πρόσωπα και σκιστά μάτια’’

Ντύθηκα ελιά.

Σου έλεγα:
‘’οι ρίζες μου άγγιξαν την κόλαση’’
Μου φώναζες:
‘’Μη ψηλώνεις άλλο
θα γίνεις σύννεφο’’
Σου φώναζα:
‘’πιες το χείμαρρο πριν με ποτίσει’’
Μου έλεγες:
‘’Δες την αποκαλάμη άνθισε
σα μάρμαρο’’

Ντύθηκα ελιά ξερή
στη μέση άγονης πεδιάδας.

Σου φωνάζω:
‘’Με βλέπεις που πετώ;’’
Μου απαντάς:
‘’Τον τρισάγιον ύμνον
τον είδες; Πέρασε μέσα απ’ το μυαλό της πενικιλίνης’’

Ντύθηκα ελιά.

Τα βράδια στα σπλάχνα μου ξυπνά μια
κουκουβάγια λευκή
με τρέφει ουρές αρουραίων
με ποτίζει τα ούρα της
Εκραύγαζα:
‘’Με ακούς;’’
Απαντούσες:
‘’Όχι’’

ΗΛΙΟΣ


Γράπωσα τον ήλιο που ανέτειλε στο σύμπαν
έφαγα τον ήλιο που ανέτειλε στη γη
πλήρης φωτός
ανεμίζω στον αέρα την
κενή μου πληρότητα.

Μ’ έκλεισε στη χούφτα του
ο ήλιος που ανέτειλε στον κόσμο
μ’ έφαγε ο ήλιος
που ανέτειλε στο κλειστό δωμάτιο.

Το σκουριασμένο σίδερο
αντανακλά το φως σου!

Ήλιε μου,
βασιλιά μου,
άργησες!

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

ΝΕΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ


Το σκυλί στο δρόμο
εσφάδαζε
καρφωμένα τα μάτια του
στην άσφαλτο
σαν άνεμος που του επήραν
την πνοή

Ένας αράπης με χαιρετά γαλλιστί
αντιχαιρετώ οικουμενιστί
δένομαι με τα άκρα μου
σε πάσσαλο γυάλινο
του σύγχρονου Ήφαιστου

Ο Φειδίας γκρεμίζει πιο κάτω
τα έργα του
ο Σωκράτης σκίζει τα λεγόμενά του
ο Σενέκας ορκίζεται πως δε γεννήθηκε

Εγώ δεμένος με τα άκρα μου
καρφώνω τα μάτια μου στην
κόκκινη άσφαλτο
σφαδάζοντας με το σκυλί.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

ΕΦΤΑ




Τι είσαι;
Τι είσαι;

Είμ’ ένας κεραυνός
μια στιγμή εκκένωσης
ένα λαμπερό δευτερόλεπτο

Τι είσαι;
Τι είσαι;

Ειμ’ ένα κεφάλι
δίχως σώμα χωρίς κορμί
με εφτά στόματα
με εφτά σειρές δόντια
σαράντα εννέα

Τι είσαι;
Τι είσαι;

Είμ’ ένα σώμα χωρίς κεφάλι
με χέρια δεκατέσσερα
πενηνταέξι πόδια
γεμάτο στήθη
και όργανα του πάθους...

Τι είσαι;
Τι είσαι;

Είμ’ ένα γεράκι γυμνό
με φτερά στον εγκέφαλο
με επιβλητικό ράμφος
φτιαγμένο από σκιά
με εικοσιοχτώ γαμψά νύχια
φτιαγμένα από αέρα...


Τι είσαι;
Τι είσαι;

Είμαι το πρωινό
που ξημέρωσε
ύστερα από εδομήκοντα επτά νύχτες πίσσα
και μάχεται να ξελασπώσει
γλύφω με τις ακτίδες μου
τα έλη.

Τι είσαι;
Τι είσαι;

Είμαι ο άνεμος ο κατακόρυφος
Φυσώ τεσσαράκοντα δύο χιλιάδες πόδια
πάνω απ’ την ιονόσφαιρα
καταλήγω στον πυρήνα του είναι
πεθαίνω στη λάβα...

Τι είσαι;
Τι είσαι;

Είμ’ ένας άνθρωπος χωρίς ψυχή και σωθηκά
ένα περίβλημα
περνάω κάτω από σκέλια γυμνά
κουτουλώ σε αόρατες υπάρξεις
σβήνω κοντά στους ομφαλούς...

Τι είσαι;
Τι είσαι;

Είμαι μια ψυχή χωρίς άνθρωπο
εικοσιένα γραμμάρια άϋλη ύλη
τρυπώνω σε περιβλήματα σκιών
κυνηγώ τον εαυτό μου
εβδομηντάκις εφτά
σε λαβύρινθους χωρίς νήμα
ως το τέλος...

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

ΑΝ ΣΟΥ ΕΔΕΙΧΝΑ ΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΜΟΥ


Αν σου έδειχνα τη σκοτεινή πλευρά μου
με τα αδέσποτα σκυλιά που κατασπαράζουν σάρκες
με τα γυμνά αισθήματα που δεν είναι ανεκτά
με το βαθύ κόψιμο από τους παλτάδες
τις κοτρώνες που κατακυλούν σε αβύσους αφύλακτες
το πέπλο που αιωρείται ερέβινο
τα ναρκοπέδια με το συρματόπλεγμα
τις αφύλακτες διαβάσεις
τις ημιτελείς διαπραγματεύσεις
τα ασπρόμαυρα όνειρα
τα έγχρωμα βράδια
τους κατακόρυφους βράχους
στις λεπιδόμορφες χαράδρες
ένας αέρας γκρεμίζεται
χωρίς να βρίσκει πάτο
ένα λιβάδι που δεν υπήρξε
βλαστάνει
βορά της μυρηκαστικής πλευράς μου
που δεν σου έδειξα