Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Λαρνακα, Cyprus
Είμαι ένα φαλκόνι της Ελεονώρας πάνω από τη γυναίκα Μεσόγειο...

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

ΕΚΤΩΡ, ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΥΤΗ ΣΟΥ ΤΗΝ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΑ ΠΡΟΨΕΣ. ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ. ΣΤΕΓΝΗ-ΣΤΥΓΝΗ ΚΑΙ ΑΚΟΜΨΗ. ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΑΛΗΘΙΝΗ...


ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΜΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΕΧΕΣ ΜΕΛΛΟΝ

΄΄Θα πολεμήσω!
Αυτούς που σφετερίστηκαν τη σκλαβιά μου
ολόρθος θα σταθώ
θα ρίξω το στήθος μου επάνω τους
και θα τους κατατροπώσω.
Θα τους αποθέσω στα πόδια
όλες τις ελευθερίες που
σα χειροπέδες μου πέρασαν.
Θα πετάξω σε καμίνι
-αφού ξεριζώσω-
όλες τις ανέσεις που μου εμφύτευσαν.
Φτάνει Κύριοι, αρκεί, έλεος.
Σας χαρίζω την ελευθερία μου·
σας δωρίζω τις ανέσεις μου·
μόνο δώστε μου πίσω
τη σκλαβιά μου
άστε με ν’ απολαύσω τον κόπο μου.
Κι όταν με δουν αυτοί
θα με ανακρίνουν:
<<Ύποπτος, αναρχικός, τρομοκράτης>>
Σ’ ένα απ’ τα χιλιάδες Γκουαντάναμο
θα σαπίζω
μέχρι να λησμονηθώ.΄΄

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Ο ΑΧΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΕ ΩΡΑ ΑΙΧΜΗΣ

Όσοι μένετε Αθήνα θα ξέρετε κάτι παραπάνω για την ώρα αιχμής...
Ο πίνακας είναι του Ross Von Rosenberg και ονομάζεται ''I am the City''. Αν προσέξετε, στα δεξιά του πίνακα υπάρχει γραμμένο ένα ποίημα. Το παραθέτω πριν απ' το δικό μου:
I am the city.
I am not built in the girders or decadent sculptures.
I am assembled in the corners and the ice split fractures.
You pump through my concrete arteries like metallic red and whites
I am the city, days and nights.
I am not made of skyscrapers and parking lots.
I am made of streams trapped where asphalt rots.
I am not made of restaurants and shopping malls.
I am made of sweat filled bars and graffiti walls.
Don't look to my banks and my ATM machines.
Peer deep into the people and listen to their dreams.
You'll find me on their palms and underneath their nails.
Caught between what is success and what fails,
I am the spirits marching in the streets,
A manmade revolution in progress loud and discreet
I am the city


Ο ΑΧΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΕ ΩΡΑ ΑΙΧΜΗΣ
Ο αχός της πόλης
απ’ τους αψίχολους τ’ απόγεμα κατοίκους
που μ’ ευλάβεια προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια
με διώμα ευγενικό
και μ’ ακριβές στο μούτρο διόπτρες
απομυζούν την κενοσοφία της εποχής
ταράζοντας την τάλαινα φύση
που ματαίως μάχεται ν’ ανακάμψει.

Κάποτε ονειρεύομαι πως είμαι άγγελος
κι από ψηλά μας βλέπω με πτωχοπροδρομισμό
οιστρήλατοι να σπεύδουμε στα ξεπουλήματα
μήπως άλλοι μας προλάβουν
και πρώτοι το βιος τους δώσουν
στους μεγαλέμπορες επταμάσελους καρχαρίες.

Άλλοτε μειρακιούμαι
και ογμεύω με την παρέα σ’ εθνικές εορτές
σ’ ένα κόσμο άλλο, τόσο σιμά, τόσο κοντά
μα σα χίμαιρα άπιαστο κι απόμακρο.
Και χάνομαι σε συνταγές μαγικές,
ψάχνω χρησμούς σε χρησμολόγια
ψαθάλλω τις θύμησές μου
μα σ’ ένα προσευχητάρι μέσα
μόνο
κλείστηκε όλη η αθάνατη ελπίδα.


Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Κυριακή του ασώτου σήμερα. Γιορτάζω! Θυμήθηκα πρωί - πρωί ότι είχα γράψει ένα σονέτο για τον άσωτο και έτσι το μοιράζομαι μαζί σας.



ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Ξεκίνησε μια μέρα και το βιός του
που του’ χε ο Πατέρας φυλαγμένο
το τσέπωσε σαν του’ πε ο εαυτός του
κι άφησε τον Πατέρα δακρυσμένο.

Γύρισε ευτράπελος σε χώρες
μέχρι που του έμεινε άδεια η τσέπη
τότε άρχισαν να έρχονται οι μπόρες
και μεμιάς τον εαυτό του μετατρέπει.

Με μετάνοια στου Πατέρα την αγκάλη
τρέχει και τον δέχεται και πάλι
που γύρισε απ’ του υπόκοσμου τα πέρατα.

Άσωτος κι εγώ μα δε μιμήθηκα
τον άσωτο που μόλις διηγήθηκα
και έχω ακόμα βρώμα ξυλοκέρατα.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Κανονικά θα έπρεπε να είχα ανεβάσει αυτό το ποστ χθες, αλλά ο χρόνος με (ξανα)ξεγέλασε. Όπως και νά' χει, αναρτώ σήμερα εις μνήμην του Νίκου Καββαδία κάτι που έγραψα γι' αυτόν. Το χειρόγραφο το κρατούσα καιρό, ελπίζοντας κάποτε να ταξιδέψω σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες... Όμως επειδή ίσως ποτέ να μην έκανα τέτοιο ταξίδι, τελικά, απέθεσα το χειρόγραφο στα σπλάχνα της αιώνιας γυναίκας, κάπου μεταξύ Κύπρου και Καστελλόριζου...


Το μικρό αφιέρωμα στον μαρκονιστή ποιητή, είναι γραμμένο στη γλώσσα του, στο ύφος του και με λέξεις δικές του. 10 Φεβράρη 1975, ο Νικόλας έφευγε, με τρόπο που ποτέ δεν ήθελε, όπως όμως είχε προβλέψει στο mal du depart...


''Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,

θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μιά κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.''




ΕΠΤΑ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Στο Νίκο Καββαδία


Έλιασες στην αλμύρα τ’ αχαμνά σου
στα μίλια σου που μέτραγες έχασες τη μέτρα
τον υδάτινο αγάπησες που σ’ έτρωγε βραχνά σου
μοίρα σου ως έλεγες και θάνατος και πέτρα.

Ύμνησες με ύφος το βαθύ σαράκι σου
στον καρχαρία σου γράφοντας στη βάρδια στίχους
η υδάτινή σου κόλαση διάολος και μεράκι σου
των κυμάτων μέρεψες με ποιήματα τους ήχους.

Κι αποβραδίς στην κουπαστή το πούσι έπινες
σαν τζιν και ουίσκι ή μαύρη μπύρα
μες στου μαρκόνι το δωμάτιο δάκρυ έχυνες
κι έξυνες τα λιμπά σου από τη ψείρα.

Αλεξάνδρεια, Μαδράς, Ρίο και Αλγέρι
χρόνια δεμένος με τη σκούρια λαμαρίνα
φοιβόληπτος από του Νότου το αστέρι
απέθεσες στη θάλασσα στεφάνια από κρίνα.

Με τη θύμηση της μάνας σου ως το τέλος
τις μαχαιριές που από αλλού σε επονούσαν
την καρδιά σου τη διάτρητη από βέλος
όσα έζησες σύγκορμα σα ψάρι εδονούσαν.

Ξέμπαρκος σαν προφήτευσες σου έτυχε
με ψάλτη και παπά κυπαρισσιών αυλή
σε ζάλη στεριανή ο χάρος σε επέτυχε
και είχες θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑ



''Όλα πια ήταν τόσο μακρινά. Κρυμμένα
πίσω από αιώνες στοιβαγμένους σε σωρούς
από τίποτα.''

Οι καιροί Αλλάζουν



''Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Πού ν' αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με του κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.''
Καρυωτάκης, Φυγή


''Οι πρώτες ηλιακτίδες πετάγονται σαν ανατολίτικο χαρέμι και χαδεύουν απαλά την περήφανη μορφή του μυστήριου καβαλιέρου. Είναι μια μορφή γνώριμη... πολύ γνώριμη. Είναι γύρω στα τριάντα και κάτι, λεβεντάνθρωπος, γερό σκαρί. Τα μάτια του λαμπυρίζουν μεσ’ το χάραμα αντανακλώντας το τελευταίο αστρικό φως και χαμογελάει μ’ ένα χαμόγελο που του χάρισε η λευκή γοργόνα. Τα ρούχα του έχουν το χακί χρώμα του πολέμου και στην αριστερή τσέπη του χιτωνίου έχει για παράσημο μια κηλίδα ελληνικό αίμα.''
Το Φαλκόνι της Ελεονώρας


''...τότε θα σε αγγίξει ο θάνατος...
...εσύ να σκέφτεσαι...
...πως όλα είναι...
...ένα παραμύθι μόνο...
...Πάντα χωλαίνει
ο χάρος
μες στα
παραμύθια...''
Σ. Λιακάτου, ...Και Όλα Είναι Ένα Παραμύθι Λογικό...


''Η αλήθεια είναι αμαρτία. Η πιο χοντροκομμένη, η πιο αφιλάνθρωπη μορφή της ψευτιάς. Να την πει κανείς μόνο για να σώσει το κεφάλι από κρεμάλα, μόνο τότε πρέπει''
Ν. Καββαδίας, Βάρδια


''Τα βλέμματα του ιατρού εκπεπληγμένα συνηντήθησαν μετά των ειδικών μου ουχ ήττον εκπεπληγμένου. 'Οτε ο Σελήμ ανέκτησε δυνάμεις:

- Αλλά τι ανάγκη, λοιπόν, ευλογημένε, τω είπον, τι ανάγκη να συλλογίζεσαι τόσον! Δεν έβλεπες την δουλειάν σου.

- Οι Ρούσσοι ήλθαν πάλιν εις την Βουλγαρία! είπεν εκείνος φιλοτίμως. δεν το έμαθες ακόμη;

- Ω! τους ψεύτας, τους κακούργους! ανεφώνησα τότε, ολίγον έλειψε να καταστρέψουν την ζωήν ενός ανθρώπου. Δεν σε υπεσχέθην εγώ να σε φέρω τας μόνας αληθινάς ειδήσεις; Μάθε λοιπόν από εμένα, φίλε μου, ότι ούτε ήλθε, ούτε θα ξαναέλθη πλέον Ρώσσος εις την χώραν του Σουλτάνου.

- Αν αγαπάς τον Θεός σου! ανεφώνησεν έξαλλος, πλην οδυνηρώς ο Τούρκος. Αλήθεια, δεν ήλθαν; 'Ελα να σε φιλήσω! Οι οφθαλμοί του ήστραψαν απαισίως. - Ας αγαπάς τον Θεό σου! Δεν θα έλθουν πλέον;

Ο ιατρός παρεμβάς αίφνης μεταξύ ημών με απώθησεν αποτόμως από της κλίνης του νοσούντος, αποταθείς δε προς αυτόν σοβαρώς:

- Φίλε μου, τω είπεν, έχεις ανάγκην ησυχίας. άφησε τους Ρώσσους να κουρεύωνται και κύτταξε την υγείαν σου!

Ασυνάρτητοι τινές λέξεις του Σελήμ έφθασαν μέχρις ημών. την επιφώνησιν: Αλλάχ! Αλλάχ! την ηκουσα διακεκριμένως.

'Οτε ο γιατρός ηγέρθη από της στρώμνης του νοσούντος και με ητένισεν, είχε το πρόσωπον λευκόν ως πανίον και τους οφθαλμούς διεσταλμένους εκ φρίκης.

- Πάγει, εψέλλισε με τρέμοντα χείλη. Τον εσκότωσε η χαρά του!...

Δευτέρα προσβολή της νόσου έθηκε πέρας εις τας βασάνους του γηραιού στρατιώτου, και: ο Τούρκος έμεινε Τούρκος.''

Γ.Μ. Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ-Σελήμ



''Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλυτερεύει ολίγον, την πρώτην βραδιάν, και ο βήχας εκόπασεν επ’ ολίγον. Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ’ εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;»

Παπαδιαμάντης, Φόνισσα

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Κάτι απ' τα παλιά...

Καλοί μου φίλοι, καλό μήνα σε όλους. Έλειψα πάλι για λίγες μέρες, έχω λίγα μπλεξίματα αυτό τον καιρό, αλλά που θα πάει; Venceremos!


Έψαχνα στα αρχεία μου σήμερα το πρωί που έμεινα σπίτι και βρήκα ποιήματα και πεζά που έγραψα σε μια άλλη εποχή... σε μια συλλογή που ονόμασα ''ΕΞ ΑΠΑΛΩΝ ΟΝΥΧΩΝ'' και που θα μείνει ανέκδοτη. Έτσι παραθέτω την ''ΑΚΕΦΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ'' που έγραψα το 1989 στην Κρήτη όταν φοιτούσα στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού.


Ο πίνακας που το συνοδεύει την ανάρτηση είναι του Salvadore Dali και ονομάζεται Metamorphosis of Narcissus




Η ΑΚΕΦΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



Δεκέμβριος 1989, Ηράκλειο, Κρήτη

I

Το αύριο τον προσπέρασε ανενόχλητα. Δεν έκανε την παραμικρότερη κίνηση. Περπατούσε φυσιολογικά, χωρίς δισταγμό, με κάποια τάση αναμονής. Γύριζε κάποτε το κεφάλι και καρτερούσε –λες- να τον περάσει το μεθαύριο. Ήταν μια ύπαρξη απίθανη· χωρίς κορμί, χωρίς κεφάλι, δίχως πόδια.
Στα στενά. Ξημέρωνε, νύχτωνε κι αυτός στα ίδια στενά. Θα’ χε πατήσει και το τελευταίο χιλιοστό γης εκεί μέσα. Με το μπουκάλι στο χέρι. Βότκα. Δεν την άλλαζε. Αν τον έβλεπες χωρίς μπουκάλι θα δυσκολευόσουν να τον αναγνωρίσεις. Ήταν εκείνος. Ο άνθρωπος χωρίς κεφάλι και πόδια, δίχως κορμί· ο άνθρωπος που ο κόσμος τον είχε κλείσει σε δύο χιλιοστά γης.

II

Η λάσπη που έβρεξε τη μούρη μας
καθάρισε το σάλιο που μας έφτυσαν.
Τέσσερις σταυροί λευκοί
πάνω στο σώμα μας
μέσα στο σώμα μας
για το σώμα μας.
Όλο το είναι του τίποτα
δικό μας.
Με τις βρεγμένες γειτονιές
με τις πόρνες στο ξωπόρτι
με τους μέθυσους στις γωνιές
και με το μπουκάλι βότκα
παρέα με τον άνθρωπο
χωρίς κεφάλι.

III

Κάποιος ξερνούσε. Ύστερα σταμάτησε.
…Κι άφησε το μεγαλείο της ησυχίας να τρυπά τα τύμπανά του. Πήρε με τα δυό του χέρια το μπουκάλι και τ’ άδειασε. Έγειρε σε μια γωνιά και κοιμήθηκε χωρίς όνειρα, χωρίς ελπίδες, χωρίς σκέψεις. Απλά, ανέκφραστα.