Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Λαρνακα, Cyprus
Είμαι ένα φαλκόνι της Ελεονώρας πάνω από τη γυναίκα Μεσόγειο...

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

ΤΟ ΣΗΜΕΙΟΝ ''Κ''


Ξεκίνησε ένα πρωί από το σημείο ‘’Κ’’ περπατώντας στα τέσσερα. Δε μιλούσε· μόνο κάτι επιφωνήματα ακαταλαβίστικα έβγαιναν από το όμορφο στόμα του, ενώ τα καταγάλανά του μάτια χάνονταν απλανή στους ατέρμονους ορίζοντες. Γένος δεν είχε· του είχαν δώσει ένα όνομα ουδέτερο, μα η αναφορά του δεν θα είχε καμιά σημασία. Άλλωστε ποιά σημασία έχουν τα δισεκατομμύρια ονόματα στις ταφόπλακες, πλην κάποιων επιφανέστερων υπάρξεων που είχαν την εύνοια της μοίρας;

Το σημείο ‘’Κ’’ εβρισκόταν στη μέση του κόσμου, ακριβώς εκεί που κείται το κέντρο του σύμπαντος. Αποτελούσε την αφετηρία, μια αφετηρία δρόμου, πορείας, στόχου και σκοπού. Αν εφανταζόμουν τώρα δα ένα ταρτάν στίβου με τους αριθμημένους διαδρόμους, θα επλησίαζα, φρονώ, τα μάλα την εικόνα αυτή, αν και σε πολύ μεγάλη σμίκρυνση. Εκεί, στο σημείο ‘’Κ’’, σαν σε ληξιαρχική πράξη έβαλε την παλάμη του σε βρεγμένο τσιμέντο αποτυπώνοντας την ύπαρξή του. Το σημείο αυτό θα δήλωνε στα κρατικά αρχεία στο εφεξής ‘’ότι το τάδε πράγμα ξεκίνησε από εδώ και αυτή είναι η παλάμη του με τα δακτυλικά του αποτυπώματα, ημερομηνίες κλπ κλπ’’.

Η πορεία του εφάνταζε μαραθώνια. Ο αγών κυκλώπειος· το έργο τιτάνιο. Χειραγωγημένος φερόταν τήδε κακείσε σε μια προσπάθεια ένταξής του και προετοιμασίας του στον τρισμέγιστο αγώνα δρόμου, των κατακτήσεων, της ολοκλήρωσης, της επιτυχίας.

Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου στάθηκε στα δύο· αποχαιρέτησε τους μέντορες και τους μύστες του με ένα σεμνό τελετουργικό, έλαβε επ’ ώμου τα εφόδια που είχε πάρει ως δόκιμος και ακόμα μερικά ως εφ’ άπαξ σε ένδειξη αγάπης για καλύτερη επιτυχία.

Έκανε ένα τολμηρό σαν Οδυσσέας βήμα και για πρώτη φορά βρέθηκε εκτός του κέντρου του κύκλου, στο σημείο ‘’Κ+ 1’’. Αφού μια καρδιακή δυσλειτουργία ξεπεράστηκε γρήγορα με βαθιές ρινικές εισπνοές και αυτοσυγκέντρωση, έριξε ένα βλέφαρο στον περίγυρο. Πλατιά πεζοδρόμια πλάτους αρκετών χιλιομέτρων περιέβαλλαν στα πρώτα στάδια της διαδρομής το δρόμο που εκτεινόταν σε απόσταση πέραν του ορατού σε μήκος και πλάτος, με φώτα διαφόρων χρωμάτων που δημιουργούσαν μια χρωματική πανδαισία. Αναθαρρώντας τόλμησε ακόμη ένα βήμα, πιο κοφτό και αποφασιστικό αυτή τη φορά και χωρίς να το καταλάβει είχε αρχίσει να βαδίζει προς τους αριθμημένους διαδρόμους, όπου αμέτρητοι άλλοι όμαιμοί του εβρίσκοντο στο στάδιο της προθέρμανσης και περίμεναν τον ήχο της πιστολιάς του αφέτη.



Ρίχθηκε σαν μόριο υδρογόνου στην ατμόσφαιρα· ο αγών ήταν όντως σκληρός, αδυσώπητος και άνισος, αλλά χρησιμοποιώντας με μαεστρία τα εφόδια των εκπαιδευτών του, απέφευγε σαν επιδέξιος πυγμάχος τις γροθιές των στοιχείων της φύσης. Αρκετά πιο κάτω και μετά από παρέλευση μεγάλου καιρού οι διαδρόμοι εχάθησαν και έμεινε μόνο ο πλατύς, πέραν του ορατού δρόμος, χωρίς πια πεζοδρόμια στο πλάι, σε μια απέραντη πίσσα από άσφαλτο όπου αμέτρητοι διαβάτες επροχωρούσαν ακάθεκτοι με γοργά βήματα και ένα σκοπό: να φτάσουν!

Ήθελε πολύ να παρατηρήσει τους υπολοίπους συναγωνιστές , που χωρίς λόγο εφάνταζαν σαν ανταγωνιστές, να τους δει από κοντά, να τους μιλήσει, μα όποτε προσπαθούσε εκαταλάβαινε πως του ήταν αδύνατο να μιλήσει. Η πορεία συνεχιζόταν αδιάκοπα, με νευρικό ρυθμό και άχαρα και με μόνο μικρές διακοπές ανταλλαγής ματιών με διαφόρους που έσκαζαν και πότε πότε κανένα κίβδηλο χαμόγελο σε περιτύλιγμα.

Δεν άφηνε να του περάσουν από το μυαλό σκέψεις όπως ‘’που οδηγεί ο δρόμος;’’, ‘’που πηγαίνουν όλοι αυτοί;’’ , ‘’γιατί δεν κάθομαι να ξαποστάσω;’’. Όχι· όλα αυτά ήταν παρακινδυνευμένα και εκτός σχεδίου. Άλλωστε δεν έχει εκπαιδευτεί ποτέ για κάτι τέτοιο. Οι καλότατοι μέντορές του τον είχαν προειδοποιήσει: ‘’Μη χασομεράς! Να έχεις σύννοια. συγκεντρώσου στο δρόμο σου και μη σε μέλλει. Πρέπει να φτάσεις!’’

Και η πορεία συνεχιζόταν. Νευρικά, προσηλωμένα, άχαρα. Ο δρόμος ήταν πάντοτε ο ίδιος. Σε όποιο σημείο ετύχαινε να βρεθεί ενόμιζε πως είχε ξαναπεράσει. Ένα απέραντο πισσοστρωμένο πέπλο από έρεβος και ανώνυμοι, χωρίς γένος, ουδέτεροι διαβάτες επροχωρούσαν με τον ίδιο ζήλο για το στόχο: να φτάσουν!

Τα χρόνια περνούσαν αμέτρητα και είχε πια αρχίσει να κουράζεται. Περπατούσε τώρα στα τρία και η σύννοια είχε αρχίσει να χαλαρώνει. Διερωτώταν εάν θα έπρεπε όλα αυτά τα χρόνια που περπατούσε θα έπρεπε να είχε ξαποστάσει κάπου, να σταματήσει να χαζέψει λίγο, να αφήσει να τον προσπεράσουν άλλοι διαβάτες. Μα δε γινόταν! είχε τώρα φτάσει πολύ μακριά, δε θα αργούσε να φανεί το τέλος του δρόμου, η κορωνίς των επιτυχιών. Θυμόταν τους μεγάλους μύστες του με νοσταλγία –δεν θα εβρίσκοντο πια στη ζωή- και οι συμβουλές τους αντηχούσαν στο μυαλό του σαν σύστημα συναγερμού. Μόνη αξία ήταν το τέρμα, όλα τα λοιπά ήταν χάσιμο πολύτιμου χρόνου και απαξιωτικά.

Το βαρύ πέπλο από μαύρο συνέχιζε για πολλά ακόμη χρόνια να γλιστρά μέσα απ’ τα σκέλια του, κι αυτός καταπονημένος απ’ την πορεία, μα περισσότερο από την ανία, μετρούσε τα βήματά του έχοντας καρφωμένο το βλέμμα στις πατούσες του για να σκοτώνει την ακηδία που τον εσκότωνε. Το ίδιο σκηνικό, ο ίδιος δρόμος, το ίδιο τίποτα. Η όραση είχε αρχίσει πια να εξασθενεί και οι φυσικές δυνάμεις ολοένα με μεγαλύτερη ταχύτητα υποχωρούσαν. Οι κλειδώσεις, αγκυλωμένες, έκαναν τα πόδια του να φαίνονται σαν κούτσουρα που ο τερμίτης είχε εγκαταβιώσει μέσα τους. Σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο την ατέρμονη πορεία του και με μισόκλειστα μάτια προσπάθησε να διακρίνει αν φαινόταν κάτι. Αντιλαμβανόταν ότι είχε παρέλθει καιρός πολύς και κάτι μέσα του έλεγε ότι ήταν κοντά. Δεν γινόταν αλλιώς!

Έβαλε τα δυνατά του και συνέχισε στα τέσσερα πια, σχεδόν ψηλαφώντας. Η αγωνία και η αδημονία του είχαν φτάσει στο ζενίθ ενώ το αίσθημα του φόβου είχε αρχίσει να καταλαμβάνει ζωτικές περιοχές του τόσο επικεντρωμένου στο στόχο εγκεφάλου του.

...Πέρασαν κι άλλα δύσκολα χρόνια, μα αυτός αρκουδίζοντας συνέχιζε να προχωρά, πότε περνώντας μέσα από σκέλια άλλων συνοδοιπόρων, πότε κουτουλώντας σε γόνατα και άλλοτε πέφτοντας από την κόπωση πρηνής. Οι παλάμες του είχανε λιώσει και η αίσθηση της αφής ήταν πια αμυδρή. Μα προχωρούσε σιγοψιθυρίζοντας: ‘’λίγο ακόμα, λίγο ακόμα...’’

Χρόνια μετά και με τα τελευταία ίχνη ελπίδων να υποχωρούν ήρθε το ποθητό! Μέσα από τα μισόκλειστά του μάτια επέρασε μια πανδαισία χρωμάτων που εδημιουργείτο από διάφορα πολύχρωμα φώτα. Αυτό ήταν! Απίστευτο! Εκεί που ήταν πια απέλπιδος, βρέθηκε στο τέρμα, στον στόχο και σκοπό, στο υπέρτατο είναι. Έριξε μια ματιά έτσι όπως βρισκόταν στα τέσσερα με όση ασθενή όραση του είχε απομείνει. Πλατιά πεζοδρόμια πλάτους αρκετών χιλιομέτρων περιέβαλλαν ένα δρόμο που εκτεινόταν σε απόσταση πέραν του ορατού σε μήκος και πλάτος. Έβαλε το χέρι στο έδαφος και σαν κάτι να είχε χάσει ψηλάφησε με μανία. Το χέρι του σταμάτησε σε ένα αποτύπωμα παλάμης. Έσκυψε προσεκτικά, φύσηξε με την τελευταία του πνοή τη σκόνη από το αποτύπωμα και συγκεντρώνοντας όση όραση του είχε απομείνει διάβασε: ‘’Σημείον ‘’Κ’’.

2 σχόλια:

Ρωξάνη είπε...

Καλημέρα! Πανέμορφο το μπλοκ σου! Καλή συνέχεια!

[Θα επανέλθω με ουσιαστικότερα, ίσως, σχόλια.] :)

ΩΣΗΕ είπε...

@Hliodendron: ... Ευχαριστώ... είδα το μπλοκ σου. ...μου άρεσαν οι λέξεις σου... ο τρόπος που τις χειρίζεσαι είανι σα να υφαίνεις κινεζικό μετάξι σε ξύλινο αργαλειό. Συνέχισε να γράφεις... να είναι οι λέξεις σου αργαλειός και να υφαίνουν το νήμα των ψυχών που τις διαβάζουν..