
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να ‘ ναι ο πολυκάντηλος του Κόντογλου ουρανός
που γκρεμίζεται από αστεροσκόπους;
Να ‘ ναι που στη χαρά σου είσαι μίζερος
και χαρούμενος στη μιζέρια σου;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να ‘ ναι αυτή η βαλπούργεια νύχτα μια απαρχή;
Να ‘ ναι που παρεισφρέω στα άδυτα του κόσμου;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω χρόνε.
Σε καλωσορίζω φαιδρολογώντας
και κορυβαντιώ
σε υπερώο ευτράπελος κι ακάτεχος
μα μέσα μου καρτερώ την υστεραλγία
όταν θα φαρμακοποτούμε μαζί σου
και να σε διώξουμε θα βιαζόμαστε
για να’ ρθει ο νέος με τα δώρα με τραγούδια με χαρά.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να’ ναι αυτή η αχλή στη ψυχή αληθινή;
Μα πάλιν τι έμεινε αληθινό σ’ αυτόν όλο μέσα το σολιψισμό;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Μόνο στρέφω στον ουρανό το βαρύ μου αυχένα
και ρεκάζω:
‘’Κύριε ελέησον’’
Να ‘ ναι ο πολυκάντηλος του Κόντογλου ουρανός
που γκρεμίζεται από αστεροσκόπους;
Να ‘ ναι που στη χαρά σου είσαι μίζερος
και χαρούμενος στη μιζέρια σου;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να ‘ ναι αυτή η βαλπούργεια νύχτα μια απαρχή;
Να ‘ ναι που παρεισφρέω στα άδυτα του κόσμου;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω χρόνε.
Σε καλωσορίζω φαιδρολογώντας
και κορυβαντιώ
σε υπερώο ευτράπελος κι ακάτεχος
μα μέσα μου καρτερώ την υστεραλγία
όταν θα φαρμακοποτούμε μαζί σου
και να σε διώξουμε θα βιαζόμαστε
για να’ ρθει ο νέος με τα δώρα με τραγούδια με χαρά.
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Να’ ναι αυτή η αχλή στη ψυχή αληθινή;
Μα πάλιν τι έμεινε αληθινό σ’ αυτόν όλο μέσα το σολιψισμό;
Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Μόνο στρέφω στον ουρανό το βαρύ μου αυχένα
και ρεκάζω:
‘’Κύριε ελέησον’’