
''Όλα πια ήταν τόσο μακρινά. Κρυμμένα
πίσω από αιώνες στοιβαγμένους σε σωρούς
από τίποτα.''
Οι καιροί Αλλάζουν
''Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Πού ν' αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με του κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.''
Καρυωτάκης, Φυγή
''Οι πρώτες ηλιακτίδες πετάγονται σαν ανατολίτικο χαρέμι και χαδεύουν απαλά την περήφανη μορφή του μυστήριου καβαλιέρου. Είναι μια μορφή γνώριμη... πολύ γνώριμη. Είναι γύρω στα τριάντα και κάτι, λεβεντάνθρωπος, γερό σκαρί. Τα μάτια του λαμπυρίζουν μεσ’ το χάραμα αντανακλώντας το τελευταίο αστρικό φως και χαμογελάει μ’ ένα χαμόγελο που του χάρισε η λευκή γοργόνα. Τα ρούχα του έχουν το χακί χρώμα του πολέμου και στην αριστερή τσέπη του χιτωνίου έχει για παράσημο μια κηλίδα ελληνικό αίμα.''
Το Φαλκόνι της Ελεονώρας
''...τότε θα σε αγγίξει ο θάνατος...
...εσύ να σκέφτεσαι...
...πως όλα είναι...
...ένα παραμύθι μόνο...
...Πάντα χωλαίνει
ο χάρος
μες στα
παραμύθια...''
Σ. Λιακάτου, ...Και Όλα Είναι Ένα Παραμύθι Λογικό...
''Η αλήθεια είναι αμαρτία. Η πιο χοντροκομμένη, η πιο αφιλάνθρωπη μορφή της ψευτιάς. Να την πει κανείς μόνο για να σώσει το κεφάλι από κρεμάλα, μόνο τότε πρέπει''
Ν. Καββαδίας, Βάρδια
''Τα βλέμματα του ιατρού εκπεπληγμένα συνηντήθησαν μετά των ειδικών μου ουχ ήττον εκπεπληγμένου. 'Οτε ο Σελήμ ανέκτησε δυνάμεις:
- Αλλά τι ανάγκη, λοιπόν, ευλογημένε, τω είπον, τι ανάγκη να συλλογίζεσαι τόσον! Δεν έβλεπες την δουλειάν σου.
- Οι Ρούσσοι ήλθαν πάλιν εις την Βουλγαρία! είπεν εκείνος φιλοτίμως. δεν το έμαθες ακόμη;
- Ω! τους ψεύτας, τους κακούργους! ανεφώνησα τότε, ολίγον έλειψε να καταστρέψουν την ζωήν ενός ανθρώπου. Δεν σε υπεσχέθην εγώ να σε φέρω τας μόνας αληθινάς ειδήσεις; Μάθε λοιπόν από εμένα, φίλε μου, ότι ούτε ήλθε, ούτε θα ξαναέλθη πλέον Ρώσσος εις την χώραν του Σουλτάνου.
- Αν αγαπάς τον Θεός σου! ανεφώνησεν έξαλλος, πλην οδυνηρώς ο Τούρκος. Αλήθεια, δεν ήλθαν; 'Ελα να σε φιλήσω! Οι οφθαλμοί του ήστραψαν απαισίως. - Ας αγαπάς τον Θεό σου! Δεν θα έλθουν πλέον;
Ο ιατρός παρεμβάς αίφνης μεταξύ ημών με απώθησεν αποτόμως από της κλίνης του νοσούντος, αποταθείς δε προς αυτόν σοβαρώς:
- Φίλε μου, τω είπεν, έχεις ανάγκην ησυχίας. άφησε τους Ρώσσους να κουρεύωνται και κύτταξε την υγείαν σου!
Ασυνάρτητοι τινές λέξεις του Σελήμ έφθασαν μέχρις ημών. την επιφώνησιν: Αλλάχ! Αλλάχ! την ηκουσα διακεκριμένως.
'Οτε ο γιατρός ηγέρθη από της στρώμνης του νοσούντος και με ητένισεν, είχε το πρόσωπον λευκόν ως πανίον και τους οφθαλμούς διεσταλμένους εκ φρίκης.
- Πάγει, εψέλλισε με τρέμοντα χείλη. Τον εσκότωσε η χαρά του!...
Δευτέρα προσβολή της νόσου έθηκε πέρας εις τας βασάνους του γηραιού στρατιώτου, και: ο Τούρκος έμεινε Τούρκος.''
Γ.Μ. Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ-Σελήμ
''Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλυτερεύει ολίγον, την πρώτην βραδιάν, και ο βήχας εκόπασεν επ’ ολίγον. Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ’ εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;»
Παπαδιαμάντης, Φόνισσα